ωρογραφος

ωρογραφος
    ὡρογράφος
    ὡρο-γράφος
    (ᾰ) ὅ [ὦρος] летописец, анналист Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ωρογραφος" в других словарях:

  • ωρογράφος — ο / ὡρογράφος, ον, ΝΑ νεοελλ. συσκευή αυτόματης εκτύπωσης, πάνω σε κάρτα τής ημερομηνίας, τής ώρας και τού λεπτού προσέλευσης και αναχώρησης τού εργαζομένου στην και από την εργασία του αρχ. ιστοριογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα + γράφος*] …   Dictionary of Greek

  • ὡρογράφοι — ὡρογράφος writing history by seasons masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • ωρογραφία — ἡ, Α [ὡρογράφος] ιστοριογραφία …   Dictionary of Greek

  • ώρα — Στην αρχαία ελληνική, ώ. σήμαινε εποχή. Σήμερα, σημαίνει χρονική διάρκεια ίση με το ένα εικοστό τέταρτο του ημερονυχτίου και συνεκδοχικά την κατάλληλη στιγμή, τον καιρό, την ακμή. Η ώ. διαιρείται σε 60 πρώτα λεπτά και το κάθε λεπτό σε 60 δεύτερα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»